Ana səhifə

Sachs και von Hornbostel


Yüklə 1.24 Mb.
tarix26.06.2016
ölçüsü1.24 Mb.
ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΗΧΟΥ & ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ


ΟΡΓΑΝΟΛΟΓΙΑ Ι

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΜΥΡΤΩ ΚΟΡΚΟΚΙΟΥ

Λ

ΗΞΟΥΡΙ 2012



Περιεχόμενα


1. Εισαγωγικά ..........................................................................................3


2. Ήχος…………………………………………………………………………3

2.1. Ακουστικό Σύστημα……………………………………………………….. 4

2.2. Τα χαρακτηριστικά των ήχων……………………………………………..4

2.3. Ιδιότητες του Μουσικού Ήχου……………………………………………..5

3. Μουσικά όργανα…………………………………………………………...6

3.1. Ταξινόμηση των μουσικών οργάνων……………………………………..6

3.2. Συστηματική κατάταξη μουσικών οργάνων σύμφωνα με τους

Sachs και von Hornbostel………………………………………………….6

3.2.1. Χορδόφωνα..………………………………………………………………..7

3.2.2. Χαρακτηριστικά των Χορδόφωνων......................................................7

3.2.2. Αερόφωνα…………………………………………………………………..8

3.2.3. Ιδιόφωνα (κρουστά)………………………………………………………..8

3.2.4. Μεμβρανόφωνα (κρουστά αλλά διαθέτουν μεμβράνη)………………...8

3.2.5. Ηλεκτρόφωνα……………………………………………………………….9

4. Παράγοντες Ορισμού Τονικού Ύψους μίας Χορδής…………………...9

5. Απλά Χορδόφωνα………………………………………………………..10

5.1. Μονόχορδα…………………………………………………………………10

5.1.1. Μουσικό τόξο……………………………………………………………….10

5.1.2. Μουσική ράβδος……………………………………………………… 10

5.2. Τα Πολύχορδα…………………………………………………………… 11

5.2.1. Πολύχορδα με ή χωρίς ταστιέρα………………………………………….11

5.2.2. Σύγχρονο Τσίτερ συναυλιών…………………………………………… 11

5.2.3. Το Κανονάκι.........................................................................................12

5.2.4. Το Σαντούρι………………………………………………………………...15

6. Πολύχορδα με πλήκτρα…………………………………………………...17

6.1. To Τσέμπαλο (harpsichord)……………………………………………....17

6.1.1. Μηχανισμός νύξης………………………………………………………...19

6.2. Το Κλαβικόρδιο (Clavichord)……………………………………………..20

6.3. Το πιάνο.............................................................................................. 22

6.3.1. Επινόηση, ιστορική εξέλιξη και λειτουργία του μηχανισμού πλήκτρων του πιάνο…………………………………………………………………… 23


6.3.2. Χορδές και ηχητική σανίδα……………………………………………… 26

6.3.3. Τα πεντάλ………………………………………………………………… 27

6.3.4. Μη αρμονικότητα και κούρδισμα του πιάνου…………………………. 27


7. Σύνθετα χορδόφωνα …………………………………………………… 28

7.1. Λαουτοειδή χορδόφωνα………………………………………………… 28

7.2. Νυκτά λαουτοειδή χορδόφωνα………………………………………… 29

7.2.1. Λαούτο (ευρωπαικό)……………………………………………………. 29

7.2.2. Το Μαντολίνο……………………………………………………………..33

7.2.2.1 Το Μιλανέζικο Μαντολίνο………………………………………………..33

7.2.2.2. Το Ναπολιτάνικο Μαντολίνο ……………………………………………34

7.3. Η Κιθάρα …………………………………………………………………35

7.4. Το Ούτι……………………………………………………………………37

7.5. Λαούτο (παραδοσιακό)………………………………………………….39

7.6. Ο Ταμπουράς……………………………………………………………40

7.7. Το Σάζι……………………………………………………………………42

7.8. Το Μπουζούκι……………………………………………………………42

8. Τοξωτά Χορδόφωνα.........................................................................44

8.1. Το Βιολί…………………………………………………………………...44

8.1.1. Οικογένεια του βιολιου…………………………………………………..47

8.1.2. Η Βιόλα…………………………………………………………………….47

8.1.3. Το Βιολοντσέλο……………………………………………………………48

8.1.4. Το Κοντραμπάσο………………………………………………………….48

8.1.5. Ρόλος των εγχόρδων της οικογένειας του βιολιού……………………49

8.2. Η Βιόλα ντα γκάμπα………………………………………………………50

8.3. Η παραδοσιακή Λύρα…………………………………………………….52

8.4. Η Άρπα…………………………………………………………………….54

Βιβλιογραφία……………………………………………………………… 57


1.Εισαγωγικά


Η Οργανολογία είναι ο τομέας της μουσικολογίας που ασχολείται με την μελέτη των μουσικών οργάνων ώς προς την

α. Ιστορία-προέλευση

β. Την κατασκευή τους (υλικά), και την κατασκευαστική εξέλιξη τους

γ. Την παραγωγή ήχου

δ. Τις τεχνικές εκτέλεσης
Απο τον 16ο αιώνα εμφανίζονται συγγράμματα, τα οποία με την πάροδο των χρόνων καθιέρωσαν την επιστήμη της Οργανολογίας ώς επιστημονικό κλάδο.

Τέτοια σημαντικά συγγραφικά έργα είναι το Syntagma musicum (1615-1620) του M. Praetorius (1571-1621), το οποίο θεωρείται η πρώτη χρονολογικά ιστορική πραγμάτεια για τα μουσικά όργανα

Τον 17o αιώνα έχουμε τα Harmonie Universelle (1636) του Maren Mersen και Musurgia Universalis (1650) του Αth. Kircher


  • αύξηση επίσης διδακτικών έργων (μέθοδοι) για τα μουσικά όργανα

Τον 18ο αιώνα εμφανίζονται έργα για την χρήση μουσικών οργάνων στην ενοργάνωση και ενορχήστρωση.

  • Grand traite d’instrumentation et d’ orchestration modernes (1844) του Ε. Berlioz (πραγμάτεια πέρι ενορχήστρωσης)

Τέλος τον 19ου αιώνα δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την διαμόρφωση της οργανολογίας ώς σύγχρονου επιστημονικού κλάδου (καθιέρωση μουσικολογίας, πρόοδος μουσικής ακουστικής, τεχνολογική εξέλιξη κατασκευής μουσικών οργάνων, εμφάνιση οργάνων εξωευρωπαϊκων μουσικών πολιτισμών).

  • Ο Βίκτορ Σαρλ Μαϊγιον (1841-1924), κατασκευαστής και διευθυντής του Μουσείου Μουσικών Οργάνων του Ωδείου των Βρυξελλών συνετέλεσε στην διαμόρφωση ορισμένων θεσμών της οργανολογίας.

Τον 20ο αιώνα οι Erich M. von Hornbostel (1877-1935) και Curt Sachs (1881-1959) προσδιόρισαν την ευρύτητα του αντικειμένου της οργανολογίας και έθεσαν τις βάσεις της ώς επιστημονικού κλάδου.

2. Ήχος

Για τον μουσικό, ο ήχος είναι το βασικό υλικό μέσω το οποίου εκφράζει τις ιδέες του.

Για την επιστήμη της ψυχολογίας, ο ήχος είναι μια αισθητική εμπειρία που οφείλεται στη διέγερση των ακουστικών νευρικών κέντρων.

Για την επιστήμη της φυσικής́ ο ήχος είναι ένα είδος ακουστικής ενέργειας που εκφράζεται μέσω των μεταβολών της πίεσης του ατμοσφαιρικού αέρα (ή άλλων ελαστικών μέσων) και γίνεται αντιληπτό από το αισθητήριο όργανο της ακοής.


2 1. Ακουστικό Σύστημα

Για να ολοκληρωθεί ένα ακουστικό σύστημα χρειάζονται τρία στοιχεία:



α) μια ηχητική πηγή

Η ηχητική πηγή είναι ένα δονούμενο σώμα. ∆ονούμενα σώματα μπορεί να είναι η χορδή ενός οργάνου, ένας ηχητικός σωλήνας, το διάφραγμα ενός μεγαφώνου κ.λπ. Καθώς πάλλεται ένα δονούμενο σώμα προκαλεί τη μεταβολή πυκνότητας των μορίων του ελαστικού μέσου που το περιβάλλει και δημιουργεί ένα ηχητικό κύμα το οποίο διαδίδεται προς διάφορες κατευθύνσεις.



β) ένα μέσο διάδοσης

Τόσο τα αέρια όσο και τα υγρά και στερεά σώματα έχουν ελαστικότητα και αδράνεια και μεταφέρουν τα ηχητικά κύματα. Ό́μως, το πιο συνηθισμένο μέσο διάδοσης του ήχου (και αυτό που αφορά το μουσικό ήχο) είναι ο ατμοσφαιρικός αέρας.



γ) ένας δέκτης

Τα ηχητικά κύματα για να γίνουν αντιληπτά ως ήχος πρέπει να συναντήσουν κάποιο δέκτη δηλαδή το ανθρώπινο αυτί (εικόνα 1).



εικόνα 1


2.2. Τα χαρακτηριστικά των ήχων

Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά.

Τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των ήχων είναι αυτά που μπορούν να μετρηθούν και να περιγραφούν από την επιστήμη της Φυσικής και μπορούν να προσδιοριστούν πλήρως, ποιοτικά και ποσοτικά, μέσω μετρήσεων που γίνονται από εξειδικευμένα όργανα και συσκευές.

Τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά των ήχων εξαρτώνται από τα αντικειμενικά και αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο ο ακροατής αντιλαμβάνεται το ποιόν και το ποσόν των ήχων. ∆εν μπορούν να μετρηθούν από μηχανήματα και η μέτρησή τους γίνεται μέσα από την έρευνα σε ομάδες ακροατών. Αποτελούν το κύριο θέμα μελέτης της Ψυχοακουστικής.

Ανάμεσα στα υποκειμενικά χαρακτηριστικά και τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά υπάρχει αντιστοιχία.
Αντικειμενικά χαρακτηριστικά Υποκειμενικά χαρακτηριστικά
1. Συχνότητα → Ύψος

2. Ένταση → Ακουστότητα

3. ∆ιάρκεια → ∆ιάρκεια (υποκειμενική)

4. Φάσμα συχνοτήτων → Ηχόχρωμα ή χροιά

5. Κατευθυντικότητα → Εντοπισμός ήχου στο χώρο

2.3. Ιδιότητες του Μουσικού Ήχου

α) Οξύτητα (ύψος): με την οξύτητα, το τονικό ύψος προσδιορίζουμε τη θέση ενός φθόγγου μέσα στη μουσική έκταση. Η οξύτητα καθορίζεται απο την συχνότητα των παλμικών δονήσεων, ή οποία εξαρτάται κυρίως απο το μήκος του παλλόμενου σώματος (π.χ κοντή χορδή-αύξηση συχνοτήτων ταλάντωσης-οξύς ήχος).

β) Διάρκεια: το μάκρος χρόνου κατά το οποίο πάλλεται το μουσικό σώμα. Αντιλαμβανόμαστε παράλληλα με το ύψος του φθόγγου και το πόσο βραχύς ή μακρύς είναι ο ήχος.

γ) Ένταση: η ένταση (με την έννοια δύναμης ηχητικού όγκου) εξαρτάται απο το πλάτος των ταλαντώσεων, η οποία καθορίζει αν ο ήχος ακούγεται δυνατά ή χαμηλά.

δ) Χροιά: καθορίζεται η ποιότητα του ήχου (η ίδια νότα ακούγεται διαφορετικά απο μια τρομπέτα, απο ένα βιολί, κ.α). Η χροιά επηρεάζεται απο παράγοντες όπως το μέγεθος και το σχήμα του μουσικού οργάνου, το υλικό και το τρόπο με το οποίο ταλαντώνεται.

Κάθε μουσικό όργανο διαθέτει συγκεκριμένα όρια έκτασης (χαμηλότερο με υψηλότερο φθόγγο), καθώς και συγκεκριμένα όρια δυναμικής (βαθμός ηχηρότητας).

Με τον όρο ρεζίστρο εννοούμε μια ιδιαίτερη περιοχή στην έκταση του οργάνου, στην οποία ηχεί καλύτερα και μπορεί να εκτελέσει ευκολότερα απο ένα άλλο μουσικό όργανο ένα φθογγικό συνδυασμό.

3. Μουσικά όργανα

Τα μουσικά όργανα είναι μηχανισμοί μέσω των οποίων ο άνθρωπος παράγει

ήχους με σκοπό να εκφράσει τις ιδέες του.

Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται αποκαλύπτει το ρόλο της ανθρώπινης παρέμβασης στην παραγωγή του μουσικού ήχου


3.1. Ταξινόμηση των μουσικών οργάνων


Η ταξινόμηση των μουσικών οργάνων μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους.

Γνώμονας για μια κατάταξη μπορεί να είναι η ιστορική τους εμφάνιση και εξέλιξη, ο τρόπος παραγωγής του ήχου, τα υλικά κατασκευής κ.ά. Για παράδειγμα σε μια κλασική ορχήστρα, τα όργανα χωρίζονται ανάλογα με τον τρόπο εκτέλεσής τους σε τρεις κατηγορίες:

α) (τοξωτά) έγχορδα που είναι τα όργανα της οικογένειας του βιολιού και παίζονται με δοξάρι

β) πνευστά τα οποία χρειάζονται το φύσημα του εκτελεστη,́ και τα οποία διακρίνονται επιπλέον με βάση το αρχικό υλικό κατασκευής τους, σε ξύλινα (όμποε) και χάλκινα (τρομπόνι)

γ) κρουστά τα οποία παίζονται με διαφόρων ειδών κτυπήματα.

Χωρίζονται σε όργανα συγκεκριμένου και μη συγκεκριμένου τονικού ύψους (ξυλόφωνο/πιάτα).

Η εγκυρότερη ταξινόμηση των μουσικών οργάνων είναι αυτή των Curt Sachs και Erich M. von Hornbostel1, (συστηματική κατάταξη), η οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο στον φορέα, το σώμα δηλαδή της αρχικής ταλάντωσης και κατά συνέπεια στον τρόπο παραγωγής του ήχου.

3.2. Συστηματική κατάταξη μουσικών οργάνων σύμφωνα με τους Sachs και von Hornbostel:

α) Χορδόφωνα: όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται από παλλόμενες χορδές, (o ειδικός φυσικός φορέας της αρχικής ταλάντωσης είναι η χορδές).

β) Αερόφωνα: όργανα στα οποία για την παραγωγή του ήχου χρησιμοποιείται ο αέρας, (όργανα, των οποίων o ειδικός φυσικός φορέας της αρχικής ταλάντωσης είναι στήλες αέρος).

γ) Μεμβρανόφωνα: όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται από την ταλάντωση μιας τεντωμένης μεμβράνης (όργανα, των οποίων o ειδικός φυσικός φορέας της αρχικής ταλάντωσης είναι μεμβράνη).

δ) Ιδιόφωνα (αυτόφωνα): όργανα που παράγουν ήχους με την δόνηση του ίδιου του σώματός τους ( όργανα χωρίς ειδικό φυσικό φορέα της αρχικής ταλάντωσης, στα οποία τα ηχητικά κύματα απο την αρχική ταλάντωση διαδίδονται αμέσως στον περιβάλλοντα χώρο χωρίς να μεσολαβεί το ίδιο το όργανο).

Στις τέσσερις αυτές κατηγορίες οργάνων προστίθεται και μία πέμπτη, η οποία είναι απόρροια των τεχνολογικών εξελίξεων του 20ου αιώνα.



ε) Τα ηλεκτρόφωνα : είναι μουσικά όργανα στα οποία η παραγωγή του ήχου γίνεται μέσώ ηλεκτρικών ταλαντώσεων. Στην παραγωγή του ήχου παρεμβαίνουν ηλεκτρικά συστήματα

3.2.1. Χορδόφωνα

Ανάλογα με τον τρόπο διέγερσης της χορδής (παλμική κίνηση χορδών) ταξινομούνται στις παρακάτω τρεις βασικές κατηγορίες:



α) Νυκτά ή Νυσσόμενα έγχορδα (plucked strings): Έγχορδα δηλαδή που οι χορδές τους διεγείρονται με νύξη Η νύξη μπορεί να γίνει με τα δάκτυλα (κιθάρα, άρπα), με πένα (μπουζούκι, μαντολίνο) ή μηχανικά (τσέμπαλο).

β) Έγχορδα με τόξο (bowed strings): Έγχορδα που οι χορδές τους διεγείρονται με τριβή, η οποία προκαλείται απο το δοξάρι (ή τόξο) Το τρίψιμο της χορδής γίνεται με τόξο (δοξάρι) (π.χ. βιολί).

γ) Κρουόμενα Έγχορδα (striked strings): Έγχορδα που οι χορδές τους διεγείρονται με κρούση Το κτύπημα της χορδής μπορεί να γίνει με σφυράκια (πιάνο) ή με “μπαγκέτες” (σαντούρι).
3.2.2. Χαρακτηριστικά των Χορδόφωνων


  • Στα χορδόφωνα ο ήχος παράγεται από τις παλμικές κινήσεις μίας ή περισσοτέρων χορδών, οι οποίες είναι τεντωμένες πάνω σε ένα ηχείο.

    Οι ταλαντώσεις των χορδών μεταδίδονται στο ηχείο, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ένταση και τον εμπλουτισμό του παραγόμενου ήχου.



  • Οι χορδές είναι συνήθως κατασκευασμένες από φυτικές ίνες, (τρίχες, μετάξι, έντερα ζώων), μέταλλο (κασσίτερος, σίδερο, ατσάλι) και πλαστικές ίνες.

    Από τον 17ο αιώνα οι χορδές άρχισαν επίσης, να περιελίσσονται με σύρμα.



  • Το ηχείο είναι συνήθως κατασκευασμένο απο κάποιο ελαστικό, ανθεκτικό ξύλο.

3.2.2. Αερόφωνα

Χωρίζονται ανάλογα με την μέθοδο κατά την οποία παράγονται οι ηχητικές δονήσεις του αέρα απο τον εκτελεστή. Ουσιαστικά το είδος του εμποδίου πρόσκρουσης της εκπνοής του εκτελεστή αποτελεί κριτήριο για την διάκριση διαφόρων κατηγοριών πνευστών οργάνων.

α) στην πρόσπτωση του αέρα σε μία ειδική εγκοπή (φλάουτο, φλογέρα, ξύλινα πνευστά)

β) στην ταλάντωση απλής ή διπλής καλαμένιας γλωττίδας (κλαρινέτο, σαξόφωνο, όμποε, πίπιζα, φαγκότο, ξύλινα πνευστά ).

γ) στην πίεση των χειλιών (χειλικές γλωττίδες), τα οποία προσαρμόζονται σε ένα επιστόμιο σχήματος μικρού κώνου (τρομπέτα, κόρνο, χάλκινα πνευστά).

Τα περισσότερα αερόφωνα είναι πνευστά (βασίζονται δηλαδή στο φύσημα του εκτελεστή).

Υπάρχουν όμως και αερόφωνα τα οποία λειτουργούν με μηχανική παροχή αέρα (ακορντεόν, εκκλησιαστικό όργανο).

3.2.3. Ιδιόφωνα (κρουστά)

Ανάλογα με το τρόπο παιξίματος χωρίζονται σε:

α) κρουόμενα (κύμβαλα, ράβδοι, ροκάνες)

β) τριβόμενα (μουσικό πριόνι)

γ) πνευστά (σφυρίχτρα, οκαρίνα)

δ) νυκτά (ελάσματα)

Τα κρουόμενα, η κύρια κατηγορία ιδιοφώνων, με την σειρά τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες,


  • ανάλογα με τον τρόπο διέγερσης του σώματος (με άμεσο ή έμμεσο κτύπημα)

  • ανάλογα με το είδος του κτυπήματος (κρούση, κούνημα, ξύσιμο).


3.2.4. Μεμβρανόφωνα (κρουστά αλλά διαθέτουν μεμβράνη).

Τα μεμβρανόφωνα παράγουν ήχο με

α) κτύπημα (κρουστά)

β) τρίψιμο (τύμπανα τριβής)


Με βάση το σχήμα του ηχείου διακρίνονται σε:

α) Ημισφαιρικό λεβητοειδές ηχείο, στην ανοιχτή πλευρά του οποίου είναι στερεωμένη η μεμβράνη (τύμπανα ορχήστρας, τάμπλα).

β) Κυλινδρικό ηχείο με μεμβράνη στερεωμένη στη μία ή και στις δύο βάσεις του κυλίνδρου (ταμπούρο, νταούλι)

γ) Ηχείο που δεν έχει ουτε ημισφαιρικό, ούτε κυλινδρικό σχήμα (τουμπελέκι, μπόνγκος).

Τα ιδιόφωνα-μεμβρανόφωνα διακρίνονται σε κρουστά καθορισμένου τονικού ύψους (μεταλλόφωνο, ξυλόφωνο, τύμπανο ορχήστρας) και σε κρουστά ακαθόριστου τονικού ύψους (ταμπούρο, γκραν-κάσα, ντέφι, μαράκες)

3.2.5. Ηλεκτρόφωνα

Τα ηλεκτρόφωνα ή ηλεκτρονικά μουσικά όργανα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:

α) παραδοσιακά μηχανικά μουσικά όργανα, των οποίων η αρχική ταλάντωση μετατρέπεται μέσω μετατροπέων σε ηλεκτρικό ρεύμα και ενισχύεται με ηλεκτρικό τρόπο (ενισχυτή) (ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο)

β) νέες κατασκευές οργάνων οι οποίες παράγουν ήχο είτε μηχανικά είτε ηλεκτρονικά. Η αρχική ταλάντωση δημιουργείται απο ηλεκτρικές γεννήτριες, οι οποίες παράγουν διάφορες συχνότητες που στην συνέχεια τροποποιούνται προκειμένου να παράγουν ήχους (ηλεκτρικά όργανα, κύματα Μαρτενό, Theremin, Δυναμόφωνο).

Κοινό χαρακτηριστικό των δύο αυτών κατηγοριών είναι η χρήση μεγαφώνων για την μετάδοση του ήχου.



4. Παράγοντες Ορισμού Τονικού Ύψους μίας Χορδής

Τον 17ο αιώνα ο Marin Mersenne όρισε τους παράγοντες που ορίζουν το τονικό ύψος μιας χορδής2:



α) το μήκος της χορδής: όσο μικρότερο το μήκος της, τόσο πιο οξύς ο ήχος. Αυξομειώνεται με την πίεση που ασκεί ο εκτελεστής με τα δάκτυλα του σε διάφορα σημεία της.

β) η τάση της χορδής: όσο μεγαλύτερη τάση τόσο και πιο οξύτερος ήχος.

γ) το πάχος της χορδής: όσο πιο παχιά είναι η χορδή τόσο πιο βαθύς ο παραγόμενος ήχος. Αυξομειώνεται με το σφίξιμο ή το χαλάρωμα της χορδής (κούρδισμα). ‘Οσο πιο μακριά και παχιά είναι μια χορδή, τόσο πιο αργά πάλλεται και τόσο πιο βαθύς είναι ο παραγόμενος ήχος.

δ) η πυκνότητα της χορδής: η μεγαλύτερη πυκνότητα έχει ως αποτέλεσμα οξύτερο ήχο.

5. Απλά Χορδόφωνα

Τα χορδόφωνα τα χωρίζουμε σε απλά και σύνθετα με βάση την κατασκευή τους.

Στην κατηγορία των απλών χορδοφώνων υπάρχουν τα μονόχορδα και τα πολύχορδα.

5.1. Μονόχορδα


Μονόχορδα ονομάζονται τα χορδόφωνα που έχουν μία μόνο χορδή. Η χορδή τεντώνεται μεταξύ των δύο άκρων μιας ξύλινης ράβδου ή ενός λυγισμένου τόξου. Τέτοια είναι η μουσική ράβδος και το μουσικό τόξο (με ή χωρίς θηλιά).

εικόνα 2



5.1.1. Μουσικό τόξο

Το πιο παλιό και πιο απλό έγχορδο είναι το μουσικό τόξο, το οποίο μοιάζει με το τόξο του κυνηγιού,́ από το οποίο και πιθανότατα να προήλθε.

Το τονικό ύψος αλλάζει ανάλογα με την τάση της χορδής του τόξου, καθώς και με την μετατόπιση μιας κινούμενης θηλιάς. Παίζεται κυρίως με τα δάκτυλα αλλά μπορεί να παιχτεί και με δοξάρι.

Καθώς δεν έχει αντηχείο το ρόλο αυτό μπορούν να παίξουν το στόμα, μια άδεια κολοκύθα κ.λπ.


5.1.2. Μουσική ράβδος

Φτιάχνεται από καλάμι ή μπαμπου,́ από του οποίου τη φλούδα αποκολλάται μια λωρίδα. Η λωρίδα αυτή κρατιέται ανασηκωμένη από δύο ξύλινα υποστηρίγματα, τα οποία λειτουργούν ώς χορδή.

Παίζεται με τα δάκτυλα και με δοξάρι.

5.2. Τα Πολύχορδα


Πολύχορδα είναι τα χορδόφωνα που έχουν πολλές χορδές, οι οποίες εκτείνονται πάνω από μια ξύλινη επιφάνεια. Τα πολύχορδα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:

α) με ταστιέρα, όπως είναι το σύγχρονο τσίτερ συναυλιών (zither), ή χωρίς ταστιέρα, όπως είναι το κανονάκι και το σαντούρι.

β) με πλήκτρα, όπως είναι το πιάνο και το τσέμπαλο.

5.2.1. Πολύχορδα με ή χωρίς ταστιέρα


Χαρακτηριστικό τους οι πολλές χορδές, οι οποίες εκτείνονται πάνω από μια σχεδόν πάντα επίπεδη σανίδα.

Συχνά χρησιμοποιείται από τους μουσικολόγους ο όρος τσέτρα (zither) για να περιγράψει όλα τα όργανα της κατηγορίας. Χωρίζονται σε αυτά με ταστιέρα (όπως το σύγχρονο τσίτερ συναυλιών) και σε αυτά χωρίς ταστιέρα (όπως το κανονάκι και το σαντούρι).


5.2.2. Σύγχρονο Τσίτερ συναυλιών


Έχει επίπεδο αντηχείο και τοποθετείται πάνω σε τραπέζι ή στα γόνατα του μουσικού (εικόνα 3α). Αποτελεί εξέλιξη του μεσαιωνικού σάιτχολτ (sheitholt) το οποίο είχε λιγότερες χορδές και μακρόστενο αντηχείο (εικόνα 3β).



εικόνα 3

Πάνω σε μια ταστιέρα με 29 τάστα εκτείνονται πέντε μεταλλικές χορδές μελωδίας, οι οποίες πατιούνται με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού και παίζονται με πλήκτρο (“πένα” ή “νύχι”), το οποίο είναι στηριγμένο στο δεξιό αντίχειρα. Τα υπόλοιπα δάκτυλα του δεξιού χεριού χρησιμοποιούνται για να παίξουν τις επιπλέον 33–42 εντέρινες ή νάυλον ελεύθερες χορδές που βρίσκονται πάνω από το αντηχείο.

Το σύγχρονο τσίτερ συναυλιών το συναντάμε στην νότια Γερμανία και την Αυστρία. Ανάλογα με τον τόπο προέλευσής του έχουμε δύο τύπους: του Μονάχου και της Βιέννης. Τα κουρδίσματα των δύο αυτών τύπων δίνονται στην παρακάτω εικόνα.

εικόνα 4



5.2.3. Το Κανονάκι

εικόνα 5


Έχει σχήμα τραπέζιο . Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, αλλά συνήθως έχει μήκος ένα μέτρο στην μεγάλη βάση και πλάτος 40–50 εκατοστά. Η δεξιά πλευρά είναι κάθετη προς τις δύο βάσεις.

Κατασκευάζεται από ξύλο, κυρίως σφένδαμο, ενώ το καπάκι (δηλαδή η ξύλινη επιφάνεια κάτω από τις χορδές) από πλάτανο. Οι χορδές (εντέρινες ή πλαστικές) αναπτύσσονται παράλληλα προς τις βάσεις. Στο καπάκι ανοίγονται μια ή περισσότερες τρύπες, συχνά διακοσμημένες.

Το τμήμα στο οποίο πατάει η γέφυρα, περίπου 15 εκατοστά πλάτος, στην δεξιά πλευρά είναι κατασκευασμένο από δέρμα (ψαριού τροπικής θάλασσας, σκύλου, μοσχαριού).

Τα κλειδιά κουρδίσματος είναι ξύλινα και βρίσκονται στην αριστερή πλευρά. Για το τέντωμα ή το χαλάρωμα των χορδών χρησιμοποιούμε ένα μεταλλικό κλειδί. Το κανονάκι έχει κάτω από τις χορδές, στο αριστερό μέρος ένα είδος κινητών καβαλάρηδων τα μαντάλια (ή μανταλάκια), τα οποία με το ανέβασμα ή το κατέβασμα τους, αυξομειώνουν το ωφέλιμο μήκος των χορδών και ανάλογα υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος του φθόγγου σε υποδιαιρέσεις του τόνου. Κάθε φθόγγος μπορεί να έχει από ένα μέχρι 5–6 περίπου μαντάλια.

Στη δεξιά πλευρά βρίσκεται η γέφυρα (καβαλάρης), στην οποία πατούν οι χορδές πριν τερματίσουν για δέσιμο.

εικόνα 6

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του οργανοπαίκτη (όταν είναι καθιστός). Οι χορδές “νύσσονται” απο τον εκτελεστή με δυο πένες ή νύχια, τα οποία στηρίζονται στους δείκτες των δυο χεριών με μεταλλικές δαχτυλήθρες (εικόνα 5).

Τα νύχια είναι κατασκευασμένα από πλαστική ύλη (παλιότερα από όστρακο χελώνας, κέρατο βοδιού και άλλα υλικά). Με αυτα,́ ο εκτελεστής τσιμπάει τις χορδές, συνήθως με το αριστερό χέρι τις χαμηλές, και το δεξί τις ψηλότερες. Για τη νύξη των χορδών μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα άλλα δάκτυλα των χεριών.

Η μελωδική έκταση του οργάνου είναι περίπου τρεισήμισι οκτάβες. Το κούρδισμά του είναι διατονικό. Ανάλογα όμως με το μουσικό τρόπο (κλίμακα) που παίζει ο εκτελεστής, μπορεί να αλλάξει με τα “μανταλάκια” την οξύτητα των φθόγγων κατά μερικά μόρια ή κατά ένα ημιτόνιο (είτε στην αρχή του κομματιού είτε κατά τη διάρκειά του). Λόγω της δυνατότητας απόδοσης υποδιαιρέσεων του τόνου (χάρη στα μαντάλια), το κανονάκι είναι αρκετά χρήσιμο και στην εκμάθηση της Βυζαντινής Μουσικής. Επίσης, έχει τη δυνατότητα να παράγει με απόλυτη ακρίβεια όλες τις νότες της ανατολίτικης μουσικής.3

Το κανονάκι παλιότερα, κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους, ήταν γνωστό με την ονομασία ψαλτήριο4 (psaltery).

εικόνα 7: Μικρογραφία 12ου αι. Κώδικας 911, φ. 2v, Μ. Σταυρονικήτα, Άγιο Όρος.

Οι αρχές του ψαλτηρίου ανιχνεύονται στον Ασιατικό χώρο (Μέση Ανατολή). Πέρασαν στην Ευρώπη γύρω στον 10ο αιώνα μ.Χ. και ήταν πολύ δημοφιλή σε όλο το Μεσαίωνα.

Στην αρχαία Ελλάδα, από πολλούς συγγραφείς έχουμε μαρτυρίες για μουσικά όργανα πιθανόν του τύπου του ψαλτηρίου, με τις ονομασίες τρίγωνον ψαλτήριον, επιγόνειον, μάγαδις κ.λπ., χωρίς όμως να υπάρχουν εικονογραφημένες μαρτυρίες. Γι’ αυτο, ́ μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τη σχέση του αρχαιοελληνικού ψαλτηρίου με το κανονάκι. Αντίθετα, στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους τα ιστορημένα χειρόγραφα και οι τοιχογραφίες των εκκλησιών έχουν πολλές πληροφορίες για το ψαλτήριο σε σχήμα τριγώνου ή τραπεζίου, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κρατιέται, παίζεται.



5.2.4. Το Σαντούρι

εικόνα 8: Σαντούρι

Το σαντούρι, σε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου, έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δυο παράλληλων πλευρών του. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από διάφορα ξύλα.

Για το καπάκι χρησιμοποιείται λευκή ξυλεία και για το αντηχείο σκληρά ξύλα. Πάνω στο καπάκι στερεώνονται οι γέφυρες και ανοίγονται μία ή περισσότερες τρύπες συνήθως στρογγυλές. Σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν συνήθως τρεις χορδές κουρδισμένες στο ίδιο τονικό ύψος.

Τοποθετείται σε βάση, πάνω στα γόνατα του οργανοπαίκτη. Πολλές φορές είναι κρεμασμένο στους ώμους, όταν ο εκτελεστής παίζει όρθιος για να μπορεί να μετακινείται. Παίζεται με δυο λεπτά ραβδάκια, τις μπαγκέτες, τα οποία στις άκρες είναι τυλιγμένα με βαμβάκι ή δέρμα. Οι μπαγκέτες, με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα πάνω, κρατιόνται ανάμεσα στον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο, με τη βοήθεια του αντίχειρα. Στο παίξιμο χρησιμοποιείται κυρίως η κίνηση του καρπού του χεριού και λιγότερο των δακτύλων.

εικόνα 9


Όργανα τα οποία βασίζονται στην ίδια φιλοσοφία κατασκευής και τρόπου παιξίματος βρίσκουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς και σε χώρες της Μέσης Ανατολής (Αραβία, Ιράν κ.λπ.). Διαφέρουν από λίγο, έως πολύ από το ελληνικό σαντούρι.

Η ονομασία του μάλλον προέρχεται από το βυζαντινό όργανο ψαλτήρι, καθώς φαινομενικά μοιάζει με το κανονάκι (σαλτήρ, σαντίρ, σαντούρ). Στη ∆ύση διαδόθηκε ως dulcimer (dulce + melos = γλυκιά μελωδία). Κατά μια άλλη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τις περσικές λέξεις «σαν ταρ» (= εκατό χορδές).

Αρχικά το σαντούρι ήταν όργανο μελωδίας. Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τη φωνή, ή συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις. Με τον καιρό, με την επίδραση του δυτικού συγχορδιακού τρόπου σκέψης, το ίσο και οι συνηχήσεις μετατρέπονται σε συγχορδίες. Σήμερα μπορεί να παίζει τη μελωδία, είτε μόνο του, είτε μαζί με τα άλλα όργανα, καθώς και να παίζει τις συγχορδίες.

Η αλληλουχία των φθόγγων είναι πιο περίπλοκη σε σχέση με το κανονάκι. Ανεβαίνει κατά ημιτόνια (σε αντίθεση με το κανονάκι που ανεβαίνει σύμφωνα με την κλίμακα που πρόκειται να παίξουμε).



εικόνα 10

Οι χορδές όμως, οι οποίες παράγουν τους διατονικούς φθόγγους μιας κλίμακας βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο (χιαστί) από αυτές που παράγουν τους χρωματικούς (εικόνα 10).

Το σαντούρι είναι έτσι κατασκευασμένο, ώστε σε κάθε μία από τις χορδές (που χωρίζονται περίπου στη μέση με τον καβαλάρη) να αντιστοιχούν δυο φθόγγοι (κυρίως διαστήματα πέμπτης, π.χ. η ρε και η λα της βασικής οκτάβας είναι στην ίδια χορδή). Η μελωδική του έκταση είναι περίπου τρεισήμισι οκτάβες (όπως και στο κανονάκι), με συνολικά 100–110 περίπου χορδές.

Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον Ελλαδικό χώρο, οφείλεται στους Έλληνες της Μ. Ασίας που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Το σαντούρι παιζόταν βέβαια και πριν το 1922 στην ηπειρωτική και νησιώτικη Ελλάδα, σε περιορισμένη όμως κλίμακα. Χάρη στις εκφραστικές του δυνατότητες γίνεται γρήγορα ένα από τα απαραίτητα όργανα του παραδοσιακού συνόλου (κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο).

6. Πολύχορδα με πλήκτρα

Τα πολύχορδα με πλήκτρα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τον τρόπο που παράγεται ο ήχος: α) νυσσόμενα όπως είναι το τσέμπαλο και β) κρουόμενα όπως είναι το κλαβίχορδο και το πιάνο.



6.1.To Τσέμπαλο (harpsichord)

Κατά τον 14ο αιώνα περίπου προστέθηκε ένα πληκτρολόγιο μαζί με ένα μηχανισμό για νύξη της χορδής στο ψαλτήριο. Έτσι γεννήθηκε το τσέμπαλο, το οποίο εμφανίζεται γύρω στο 15ο αιώνα, και χρησιμοποιείται ευρύτατα από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα. Η δυνατότητα απόδοσης πολυφωνικών υφών και πολλαπλών συνηχήσεων το κατέστησε κυρίαρχο όργανο για την εποχή του μπαρόκ.



εικόνα 11

Χρησιμοποιήθηκε τόσο ως σολιστικό όργανο, όσο και ως όργανο συνοδείας (basso continuo-συνεχές βάσιμο)5.

Συναντάμε μεγάλες διαφοροποιήσεις στην κατασκευή του τσέμπαλου, ανάλογα με την εποχή και τη χώρα προέλευσής του. Η πρώτη κατασκευαστική σχολή παρουσιάζεται στην Ιταλία γύρω στο 1500. Τα όργανα αυτά χαρακτηρίζονταν από το σχετικά μικρό τους μέγεθος και το δυνατό και διαπεραστικό τους ήχο. Φτιαγμένα συνήθως από ξύλο κυπαρισσιού, διέθεταν μία σειρά πλήκτρων (κλαβιέ) και μια χορδή για κάθε νότα. Από τα μέσα του 16ου αιώνα (εποχή μπαρόκ) κάνουν την εμφάνισή τους όργανα, τα οποία είναι μεγαλύτερα σε διαστάσεις, διαθέτουν δύο κλαβιέ, το ένα σε ψηλότερο επίπεδο απο το άλλο, και δύο, τρείς ή τέσσερις χορδές (18ος αιώνας) για κάθε νότα. Τέτοια όργανα είναι τυπικά της Φλαμανδικής σχολής (εικόνα 11).


6.1.1. Μηχανισμός νύξης


Για τη νύξη των χορδών χρησιμοποιούνται ως πένες άκρες από φτερά πουλιών ή σκληρό δέρμα, οι οποίες στηρίζονται σε κινούμενες γλωσσίδες με ελατήριο. Οι γλωσσίδες στηρίζονται με έναν άξονα σε ξύλινες βάσεις (saltarelli), οι οποίες στέκονται πάνω στους μοχλούς των πλήκτρων και είναι εφοδιασμένες με τσόχινους πνιγείς (σιγαστήρες). Με το πάτημα ενός πλήκτρου, ανασηκώνεται το saltarello, το ξύλινο ραβδάκι και η πένα τσιμπά τη χορδή παράγοντας ήχο. Με τη απελευθέρωση του πλήκτρου το saltarello επιστρέφει στην αρχική του θέση και ο πνιγέας σταματάει την ταλάντωση της χορδής


εικόνα 12
Εξαιτίας του μηχανισμού αυτού, η διακύμανση της δυναμικής του ήχου δεν μπορεί να ελεγχθεί, καθώς το μαλακότερο ή ισχυρότερο πάτημα του πλήκτρου δεν επηρεάζει καθόλου τον παραγόμενο ήχο. Όμως σε κάποια πιο εξελιγμένα τσέμπαλα μπορούσαν να δημιουργηθούν κάποιες αντιθέσεις με τη βοήθεια κάποιων χειροκίνητων ή ποδοκίνητων μοχλών. Οι αντιθέσεις αυτές αφορούσαν κυρίως τη δυναμική (forte-piano), χωρίς όμως δυνατότητα σταδιακής αυξομείωσης (crecendo-diminuendo). Δυνατότητα αλλαγής του ηχοχρώματος μπορούμε να πετύχουμε με το ρετζίστρο «λαούτο», κατά το οποίο ένα πηχάκι με τσόχα ακουμπά τις χορδές κάνοντας τον ήχο του οργάνου πιο μουντό

εικόνα 13

Εκτός από το τσέμπαλο, ίδιο μηχανισμό νύξης έχουν το βίρτζιναλ και το σπινέττο.

Το βίρτζιναλ έχει ορθογώνιο σχήμα με τις χορδές να εκτείνονται παράλληλα με το πληκτρολόγιο και ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στην Αγγλία το 16ο–18ο αιώνα.

Το σπινέττο έχει τραπεζοειδές σχήμα (τριγωνικό ή πεντάγωνο) και ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στην Ιταλία . Και τα δύο αυτά όργανα είναι μικρότερα σε μέγεθος από το τσέμπαλο, έχουν μικρότερο αριθμό χορδών και ακολούθως ασθενέστερο ήχο.

Το τσέμπαλο έχει επιμηκές σε σχήμα ανοιχτού φτερού ηχείο, με το πληκτρολόγιο στην στενή πλευρά του, και με περισσότερες συστοιχίες χορδών απο τα παραπάνω αναφερθέντα όργανα.

6.2.Το Κλαβικόρδιο (Clavichord)

εικόνα 14

Το παλαιότερο πληκτροφόρο χορδόφωνο, κατά το οποίο η παραγωγή του ήχου γίνεται με κρούση χορδών θεωρείται το κλαβικόρδιο. Η ύπαρξη του μαρτυρείται από τις αρχές του 15ου αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα στη δυτική Ευρώπη κατά την περίοδο της αναγέννησης. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στη Γερμανία απο συνθέτες, ΄όπως J.S. Bach και C.P.Ε. Bach(δεύτερο μισό 18ου αιώνα). To κλαβικόρδιο αντικαταστάθηκε απο το πιάνο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

Το ηχείο του έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου με το πληκτρολόγιο να βρίσκεται σε μια από τις δύο μεγαλύτερες πλευρές και τις χορδές τοποθετημένες παράλληλα προς τις πλευρές αυτές. Για κάθε μουσικό φθόγγο συνήθως αντιστοιχεί ένα ζεύγος χορδών. Ο ήχος παράγεται με την κρούση των χορδών από μεταλλικά ελάσματα που είναι στερεωμένα στο πίσω μέρος του κάθε πλήκτρου. Για το διάστημα που ένα πλήκτρο είναι πατημένο, το έλασμα παραμένει εφαπτόμενο στην χορδή ουσιαστικά χωρίζοντάς τη σε δύο μέρη. Από τα δύο αυτά μέρη της χορδής μόνο το ένα πάλλεται και μέσω της γέφυρας η δόνησή του μεταφέρεται στην ηχητική σανίδα μέσω της οποίας ο ήχος εμπλουτίζεται και δυναμώνει. Το άλλο μέρος της χορδής δεν πάλλεται γιατί έχει τοποθετημένο στην άκρη ένα κομμάτι υφάσματος. Με την απελευθέρωση του πλήκτρου ολόκληρη η χορδή, λόγω του υφάσματος παύει να δονείται.



εικόνα 15

Το σημείο στο οποίο το έλασμα του πλήκτρου χτυπάει τη χορδή καθορίζει και το μήκος του ελεύθερου τμήματος της χορδής που πάλλεται. Σε παλαιότερα κλαβίχορδα δύο ή περισσότερα πλήκτρα αντιστοιχούσαν σε μια χορδή, η οποία παρήγαγε διαφορετικά τονικά ύψη ανάλογα με το σημείο που χτύπαγε το έλασμα του κάθε πλήκτρου (εικόνα 15). Με αυτόν τον τρόπο υπήρχε οικονομία στον αριθμό των χορδών του οργάνου. Παράλληλα όμως, δεν υπήρχε η δυνατότητα του ταυτόχρονου παιξίματος γειτονικών μουσικών φθόγγων, όταν αυτοί παράγονταν από την ίδια χορδή. Για αυτό το λόγο, στα μεταγενέστερα όργανα αντιστοιχεί ένα μόνο έλασμα για κάθε χορδή.

Λόγω του τρόπου παραγωγής του, ο ήχος του κλαβικόρδιου είναι πιο ασθενής απο τον ήχο του τσέμπαλου. Η δύναμη όμως με την οποία ο εκτελεστής θα πατήσει το πλήκτρο, επηρεάζει τη δύναμη με την οποία το έλασμα θα προσκρούσει στη χορδη δίνοντας του έτσι περισσότερες εκφραστικές δυνατότητες απο το τσέμπαλο.

Μια ειδική τεχνική του κλαβικόρδιου ήταν το Bebung (τρεμούλιασμα) ένα είδος vibrato, το οποίο επιτυγχάνονταν με την αυξομείωση της πίεσης που ασκείται από το δάκτυλο πάνω στο πλήκτρο.



6.3. Το πιάνο

Το πιάνο αποτελεί την εξέλιξη του τσέμπαλου και του κλαβικόρδιου και επινοήθηκε γύρω στα 1700 απο τον Ιταλό Μπαρτολομέο Κριστόφορι. Ο ήχος παράγεται από σφυράκια, τα οποία μέσω του μηχανισμού των πλήκτρων χτυπούν πάνω στις χορδές σιγά ή δυνατά, ανάλογα τη πιέση που ασκεί ο εκτελεστής πάνω στα πλήκτρα.

Από τον 18ο αιώνα το πιάνο εμφανίζεται σε διάφορα σχήματα, με επικρατέστερα

α) το πιάνο με ουρά (απόγονος του μεγάλου τσέμπαλου)

β) το πιάνο σε σχήμα τραπεζιού (απόγονος του κλαβίχορδου)

γ) το πιάνο σε σχήμα πυραμίδας ή καμηλοπάρδαλης (πιάνο με όρθια ουρά)

δ) το πιανίνο (η σημερινή μορφή του όρθιου πιάνου).

Σήμερα συναντάμε τα πιάνα με ουρά (εικόνα 16) και τα όρθια.




εικόνα 16

6.3.1. Επινόηση, ιστορική εξέλιξη και λειτουργία του μηχανισμού πλήκτρων του πιάνου

Ο μηχανισμός του πιάνου επινοήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα με στόχο το συνδυασμό του ισχυρού ήχου του τσέμπαλου και τις εκφραστικές δυνατότητες του κλαβικόρδιου. Η εφεύρεση του μηχανισμού αυτού αποδίδεται στον Ιταλό Bartolomeo Christofori (1655–1730) ο οποίος ονόμασε το πρώτο όργανο που κατασκεύασε, γύρω στο 1709 στη Φλωρεντία, «gravicembalo col piano e forte», δηλαδή «τσέμπαλο που παίζει σιγά και δυνατά». Ο όρος pianoforte επικράτησε, και με τον καιρό απλοποιήθηκε και έγινε piano (πιάνο).

Ο Christofori επινόησε και εξέλιξε έναν μηχανισμο,́ μέσω του οποίου ο ήχος παράγεται από σφυράκια που κτυπούν πάνω στις χορδές, καθώς ο εκτελεστής ασκεί πίεση στα πλήκτρα. Στο σύστημα του σφυριού για κάθε μουσικό φθόγγο ήταν προσαρτημένος και ένας πνιγέας (σιγαστήρας) που, με την απελευθέρωση του πλήκτρου, σταματούσε την ταλάντωση των χορδών (εικόνα 17). Τα σφυράκια αρχικά ήταν καλυμμένα με μαλακό δέρμα, το οποίο όμως στην πορεία αντικαταστάθηκε από τσόχα.

εικόνα 17


Με το πάτημα του πλήκτρου το σφυράκι κρούει την χορδή, ενώ ταυτόχρονα ο πνιγέας ανασηκώνεται έτσι ώστε να πάλλεται ελεύθερα η χορδή, όση ώρα το πλήκτρο είναι πατημένο. Με την απελευθέρωση του πλήκτρου ο πνιγέας πέφτει και ακουμπά πάνω στην χορδή σταματώντας την παλμική της κίνηση.

Η δημιουργία του μηχανισμού αυτού υπήρξε μια μεγάλη καινοτομία, καθώς απο τη μία επέτρεπε στο καινούργιο αυτό πληκτροφόρο όργανο να παράγει ισχυρό ήχο, καί απο την άλλη ταυτόχρονα να μπορεί να αποδώσει διαφορετικές δυναμικές αποχρώσεις, ανάλογα την πίεση που ασκούσε ο εκτελεστής στα πλήκτρα.

Για ενάμιση περίπου αιώνα, μετά απο την επινόηση του πιάνου παρουσιάστηκαν διάφοροι κατασκευαστές, οι οποίοι προσπάθησαν να βελτιώσουν τον μηχανισμό του σφυριου,́ άλλοι βασιζόμενοι στο πρότυπο του Christofori, και άλλοι προτείνοντας καινούργιους μηχανισμούς.

Μολονότι το πιάνο ως όργανο είναι ιταλικής προελεύσεως, η βελτίωση και εξέλιξη του μηχανισμού του υπήρξε, κατά κύριο λόγο, αγγλογερμανική υπόθεση. Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα διακρίνονται δύο σχολές κατασκευής μηχανισμών κρούσεως των χορδών, η Βιεννέζικη ή Γερμανική σχολη και η Αγγλική. Στα πιάνα με τον Βιενέζικο μηχανισμό τα πλήκτρα ήταν μαλακά και διέθεταν ομοιογενή ήχο μεταξύ των χαμηλών και ψηλών φθόγγων(εικόνα 18). Ήταν εύκολα στο παίξιμο και θεωρούνταν τα καλύτερα για την εποχή τους (εικόνα 19).




Εικόνα 18: βιεννέζικος μηχανισμός εκτίναξης




εικόνα 19

Από την άλλη, υπήρχε η Αγγλική σχολή, στην οποία ο μηχανισμός κρούσης της βασιζόταν στο πρότυπο του Christofori. Το πάτημα των πλήκτρων ήταν πιο δύσκολο, οι χαμηλοί ήχοι ήταν πλούσιοι και ηχηροί ενώ οι ψηλοί ασθενείς.

Στα πιάνα της εποχής αυτής (στα οποία εμείς σήμερα συχνά αναφερόμαστε ως fortepiano, με σκοπό να τα διαχωρίσουμε από τα σύγχρονα όργανα) το σφυράκι έπρεπε να επανέλθει στην αρχική του θέση για να μπορέσει να χτυπήσει τη χορδή.

Ο αγγλικός μηχανισμός ώθησης βελτιώθηκε από τον Sebastien Erard με την προσθήκη του μηχανισμού επαναφοράς (σταματάει τις παλμικές δονήσεις των χορδών) το 1808, ενώ γύρω στο 1821 ο Pierre Erard πρόσθεσε το μηχανισμό διπλής διαφυγής, με την βοήθεια του οποίου το σφυράκι μπορούσε να κάνει επαναληπτικά χτυπήματα από μια ενδιάμεση θέση, χωρίς να είναι απαραίτητο να επανέλθει στην αρχική του θέση (εικόνα 20).



εικόνα 20

Καθώς το σφυράκι δεν χρειάζεται να επιστρέψει στην αρχική θέση ηρεμίας του για να ξανακτυπήσει γίνεται δυνατή η γρήγορη αντίδρασή του. Έτσι έγινε δυνατό το γρήγορο παίξιμο που οδήγησε στη δεξιοτεχνική εκτέλεση του 19ου και 20ου αιώνα. Ο μηχανισμός επανάληψης του Erard χρησιμοποιείται εξελιγμένος και στα σύγχρονα πιάνα (εικόνα 21).



εικόνα 21
Το πρώτο όρθιο πιάνο κατασκευάστηκε από τον Robert Wornum το 1811 και είχε ύψος περίπου 1 μέτρο (‘cottage’ piano).

6.3.2.Χορδές και ηχητική σανίδα


Το σύγχρονο πιάνο είναι το όργανο με την μεγαλύτερη μουσική έκταση (7 1⁄4 οκτάβες, 88 πλήκτρα) (εικόνα 22), μετά το εκκλησιαστικό όργανο.

εικόνα 22: μουσική έκταση του πιάνου

Στο μεγαλύτερο μέρος της έκτασής του,για κάθε φθόγγο χρησιμοποιούνται τρεις ατσάλινες χορδές κουρδισμένες στο ίδιο τονικό ύψος (οξείς φθόγγους). Για τους χαμηλότερους –μεσαίους φθόγγους χρησιμοποιούνται χορδές σε δέσμες των τριών ή των δύο, ενώ για τις χαμηλότερες νότες είναι μονές.

Οι χορδές είναι τεντωμένες πάνω σε ένα πλαίσιο από χυτοσίδηρο, το οποίο είναι απαραίτητο για να μπορεί να αντέξει την μεγάλη τάση (περίπου 20 τόνων) που ασκείται από τις χορδές.Μέσω της γέφυρας, οι δονήσεις των χορδών μεταφέρονται στην ηχητική σανίδα (ηχείο το οποίο βρίσκεται κάτω απο τις χορδές), η οποία ενισχύει τον ήχο και εμπλουτίζει το ηχόχρωμα.


6.3.3.Τα πεντάλ


Τα σύγχρονα πιάνα έχουν δύο ή τρία πεντάλ (ποδόπληκτρα).

α. Το δεξιό πεντάλ: λέγεται και πεντάλ διαρκείας. Ανασηκώνει όλους τους πνιγείς και επιτρέπει σε όλες τις χορδές να πάλλονται ελεύθερα. Με αυτό τον τρόπο ένας φθόγγος μπορεί να ηχεί ακόμα και αν το πλήκτρο του κλαβιέ σταματήσει να είναι πατημένο.Αυτό το πεντάλ βρίσκεται σε όλα τα πιάνα είτε με ουρά είτε όρθια.

β. Το αριστερό πεντάλ αποκαλείται «una corda» (μονή χορδή) και χρησιμοποιείται για πιο σιγανό παίξιμο.

Στα πιάνα με ουρά αυτό επιτυγχάνεται με την μετακίνηση του μηχανισμού των σφυριών προς τα δεξιά, έτσι ώστε από τις δύο ή τρεις χορδές κάθε νότας να κρούονται μόνο μία ή δύο.

Στα όρθια πιάνα (στα οποία το πεντάλ αυτό ονομάζεται piano πεντάλ) επιτυγχάνεται με την ελάττωση της διαδρομής των σφυριών.

γ. Το μεσαίο πεντάλ είναι μια πρόσφατη εφεύρεση και δεν το συναντάμε σε όλα τα πιάνα.

Στα πιάνα με ουρά ονομάζεται «sostenuto» και στην ουσία αποτελεί μια παραλλαγή του δεξιού πεντάλ. Όταν τεθεί σε λειτουργία οποιοσδήποτε πνιγέας είναι ανυψωμένος παραμένει στη θέση αυτή, επιτρέποντας στον φθόγγο να μπορεί να ηχεί ακόμα και αν το πλήκτρο του κλαβιέ σταματήσει να είναι πατημένο.

Στα όρθια πιάνα το μεσαίο πεντάλ είναι συνήθως η σουρντίνα και με την ενεργοποίησή του, παρεμβάλλεται ένα κομμάτι τσόχας ανάμεσα στα σφυράκια και τις χορδές, κάνοντας τον ήχο του οργάνου, μουντό.

6.3.4.Μη αρμονικότητα και κούρδισμα του πιάνου


Στο πιάνο και στα περισσότερα κρουόμενα και νυσσόμενα έγχορδα παρατηρείται το φαινόμενο της μη αρμονικότητας: συμβαίνει δηλαδή οι αρμονικές συχνότητες του φάσματος των χορδών του πιάνου να μην είναι ακριβώς ακέραια πολλαπλάσια της θεμελιώδους συχνότητας, αλλά να είναι ελαφρά ψηλότερα από την κανονική τους θέση. Αυτό οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι οι χορδές του πιάνου είναι αρκετά σκληρές και λειτουργούν περισσότερο ως ράβδοι παρά ως απλές χορδές, όσο και στο ότι έχουν διαφορετική σκληρότητα μεταξύ τους. Καθώς η χορδή είναι αρκετά σκληρή για να θεωρηθεί ότι ταλαντώνεται στις άκρες της, το κομμάτι που πραγματικά ταλαντώνεται είναι κάπως μικρότερο από το συνολικό της μήκος. Καθώς για την παραγωγή κάθε αρμονικής τίθεται σε λειτουργία όλο και μικρότερο κομμάτι της χορδής η τιμή κάθε αρμονικής είναι ελαφρώς υψηλότερη από την φυσική της τιμή (εικόνα 23).

εικόνα 23


Μέχρι το 18ο αιώνα τα πληκτροφόρα ήταν κουρδισμένα με βάση την φυσική κλίμακα, της οποίας τα διαστήματα καθορίζονταν απο την στήλη των αρμονικών. Σε μία τέτοια σκάλα δεν συμπίπτουν οι αλλοιωμένοι εναρμόνιοι φθόγγοι, και έτσι τα πληκτροφόρα αυτά δεν έχουν την δυνατότητα να να πραγματοποιήσουν μετατροπίες σε πιο μακρινές κλίμακες. Το 1691 ο γερμανός Andreas Werkmeister επινοεί ένα καινούργιο τρόπο κουρδίσματος, το συγκερασμένο σύστημα, το οποίο επικρατεί μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτό, το μέγεθος των διαστημάτων αλλάζει ελάχιστα και η οκτάβα χωρίζεται σε 12 ίσα ημιτόνια. Η οκτάβα είναι το μόνο διάστημα που μένει φυσικό (σύμφωνα με το σύστημα των αρμονικών). Έτσι στο πιάνο οι εναρμόνιοι φθόγγοι συμπίπτουν, παίζονται δηλαδή με το ίδιο πλήκτρο, δίνοντας τη δυνατότητα για πραγματοποίηση μετατροπιών σε οποιαδήποτε μείζονα ή ελάσσονα τονικότητα.

Το πιάνο κουρδίζεται σε επαναλαμβανόμενες αυξητικά οκτάβες με βάση το ισοτονικά συγκερασμένο σύστημα.

Ο πρώτος φθόγγος που κουρδίζεται σε ένα πιάνο είναι το λα4 = 440Hz, το οποίο αποτελεί την βάση για το ισοτονικά συγκερασμένο σύστημα.

7. Σύνθετα χορδόφωνα

Στα σύνθετα χορδόφωνα κατατάσσονται τα λαουτοειδή, οι λύρες και οι άρπες.



1 Curt Sachs & Erich M. von Hornbostel, «Systematik der Musikinstrumente», Zeitschrift für Ethnologie, xlvi (1914), 553–90.

2 Marin Mersenne, Harmonie universelle (Paris, 1936–7)

3 Αβέρωφ, (1992).

4 Ψάλλω= πλήττω χορδή με τα δάκτυλα, χωρίς πλήκτρο (Μουσική, 2007)

5 Το συνεχές βάσιμο αποτελεί μια μουσική στενογραφία, μια κωδικοποίηση της αρμονίας του μπαρόκ. Γραφόταν μόνο η μελωδική γραμμή του μπάσου, συνήθως συμπεριλαμβάνοντας και κάποιους αριθμούς πάνω από ορισμένες νότες, λειτουργώντας ως οδηγός για την αυτοσχέδια εκτέλεση συγχορδιών από κάποιο ή κάποια πολυφωνικά όργανα.


Verilənlər bazası müəlliflik hüququ ilə müdafiə olunur ©atelim.com 2016
rəhbərliyinə müraciət